- ερίθυμος
- ἐρίθυμος, -ον (Α)οξύθυμος, βίαιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + θυμός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρίθυμος — high spirited masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίθυμον — ἐρίθυμος high spirited masc/fem acc sg ἐρίθυμος high spirited neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριθύμοις — ἐρίθυμος high spirited masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριθύμων — ἐρίθυμος high spirited masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίθυμα — ἐρίθυμος high spirited neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek